- ὑποδημάτιον
- ὑποδημάτιονshoesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑποδημάτια — ὑποδημάτιον shoes neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολύβδινος — η, ο (ΑΜ μολύβδινος, ίνη, ον, Α και μολίβδινος και μολύβινος, ίνη, ον, Μ και μολίβινος, ίνη, ον) [μόλυβδος] αυτός που έχει κατασκευαστεί από μόλυβδο ή συνίσταται από μόλυβδο, μολυβένιος, μολυβωτός («μολύβδινον ὑποδημάτιον», Ιππκρ.) νεοελλ. φρ.… … Dictionary of Greek
πτύσχλοι — οἱ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπόδημα ἀνδρεῑον» 2. (κατά τον Φώτ.) «ὑποδημάτιόν τι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει προέλθει από τη λ. ἕπτυσχλοι «ανδρικό υπόδημα που δενόταν με επτά ιμάντες» με σίγηση τού αρκτικού ε ] … Dictionary of Greek
υποδεμάτιον — τὸ, Α βλ. ὑποδημάτιον … Dictionary of Greek